τακτ

τακτ
το
άκλ. (λ. γαλλ.), λεπτότητα συμπεριφοράς, καλός τρόπος, φινέτσα, χάρη στην εμφάνιση ή στο λόγο: Μας φέρθηκε με πολύ τακτ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τακτ — το, Ν άκλ. λεπτότητα, διακριτικότητα στη συμπεριφορά, στους τρόπους, ευπρέπεια («φέρεται πάντα με πολύ τακτ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tact < λατ. tactus «άγγιγμα» < ρ. tango «αγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • έντεκα — οι, τα αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ποσότητα από μια και δέκα μονάδες (11). 2. σε χρονολογίες αντιστοιχεί προς το τακτ. αριθμ. εντέκατος (ενδέκατος): Στις έντεκα Απριλίου (την εντέκατη ημέρα του). 3. σε ώρα ή ηλικία αντιστοιχεί επίσης προς το τακτ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκτος — η, ο (AM ἕκτος, η, ον) (τακτ. αριθμ.) αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά αρχ. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ενακοσιοστός — και εννακοσιοστός, ή, ό (AM ἐνακοσιοστός και ἐννεακοσιοστός, ή, όν) (τακτ. αριθμ.) αυτός που κατέχει στη σειρά τον αριθμό 900 …   Dictionary of Greek

  • εξακοσιοστός — ή, ό (AM ἑξακοσιοστός, ή, όν) [εξακόσιοι] (τακτ. αριθμ.) 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό εξακόσια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξακοσιοστό(ν) το ένα από τα εξακόσια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο …   Dictionary of Greek

  • ευμεγέθης — ες (Α εὐμεγέθης, ες) αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).… …   Dictionary of Greek

  • καλωστικά — (Μ) επίρρ. καλά, με τάξη, με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καλῶς αναλογικά προς τα επίρρ. σε τικα, πρβλ. τακτ ικά] …   Dictionary of Greek

  • μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… …   Dictionary of Greek

  • οκτακισχιλιοστός — ή, ό (Α ὀκτακισχιλιοστός, ή, όν) [οκτακισχίλιοι] (τακτ. αριθμτ.) αυτός που έχει σε σειρά ή σε τάξη τον αριθμό οκτώ χιλιάδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”